χαλκομίτρας

χαλκομίτρας
χαλκο-μίτρας, α, ,
A with μίτρη of bronze,

Κάστωρ Pi.N. 10.90

(to be restored for χαλκεομ-):—also [suff] χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλκομίτρας — και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο μίτρης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεομίτρας — ό, ΜΑ, και ιων. τ. χαλκεομίτρης Α βλ. χαλκομίτρας …   Dictionary of Greek

  • χαλκόμιτρος — ον, Α (ποιητ. τ.) χαλκομίτρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μιτρος (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. εὔ μιτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”